Ιδέα για αποτυχημένη ταινία Νο1

Η παρακάτω ιστορία ειν..
Βρε βρε καλώς την μας και λέγαμε ποιος μας έλειπε τόσο καιρό
Προσπαθώ να στήσω μια ατμόσφαιρα εδώ, θα σε παρακαλ..
Ναι το βλέπω και γι’αυτό νιώθω υποχρέωση μου να προειδοποιήσω όποιον ψυχασθενή αναγνώστη σε διαβάζει/βλέπει να βρει έναν καλύτερο τρόπο να περάσει την ώρα του και..
[ακούγεται κραυγή πόνου, επιβλητική μουσική, εκτυφλωτικό φως στον/στην αφηγήτρια και…..]

Η παρακάτω ταινία είναι αληθινή ιστορία που διαδραματίστηκε κάπου στην ύπαιθρο στις αρχές του 20 αιώνα όταν τα νεαρά κοριτσόπουλα έπνιγαν τις μύχιες επιθυμίες τους σε μουλιασμένα από τα δάκρυα ημερολόγια και την θηλυκότητα τους κάτω από φούστες μέχρι τον αστράγαλο
(μωρ’τι μας λες! Αίσχος!) [δεύτερη κραυγή πόνου]
[το φως σβήνει και από πίσω αρχίζει να παίζει το φιλμ ενώ ο αφηγητής συνεχίζει να μιλάει]

Ήταν ένα σπίτι όπως όλα τα άλλα, ο πατέρας δούλευε σκληρά και το βράδυ γυρνούσε στο σπίτι έπινε 2 μπύρες και έπεφτε για ύπνο. Ενίοτε μάλωνε με την μητέρα και καμιά φορά την έδερνε. Βλέπετε, ο πατέρας είχε μια αδυναμία, ή μάλλον δύο στις γυναίκες και στο ποτό. Πώς είπατε; Κλισέ; Ποιος σας είπε ότι θα δείτε κάτι πρωτότυπο εδώ; Ναι βέβαια, μπορείτε να αποχωρήσετε, όχι κύριε τα λεφτά του εισιτηρίου δεν επιστρέφονται. Πίσω λοιπόν, η μητέρα υποσχόταν ότι θα τον άφηνε, τον απειλούσε , αυτή είχε στα νιάτα της και άλλες προτάσεις αλλά γέρασε, την πέθαινε, μόνο να κοπροσκυλιάζει ξέρει και να σέρνεται πίσω από κείνη την τεκνατζού (ναι δεν είπε τεκνατζού αλλά μας βλέπουν και παιδιά) και δώσε να χτυπιέται στα πατώματα και να τον καταριέται. Α και τα παιδιά σαν τα μούτρα του τα έκανε ειδικά εκείνη η μεγάλη θα τους κουβαλήσει κανένα μπάσταρδο καμιά μέρα (ναι μπάσταρδο είπε,συγνώμη παιδιά). Αφού λοιπόν έδερνε λίγο τη μητέρα, ο πατέρας πήγαινε να παρηγορηθεί στην αγκαλιά της Α. (ονόματα δεν λέμε, δεν είμαστε κουτσομπόληδες εμείς.Αλλά με τον πατέρα θα ασχοληθούμε στο μέλλον αν βρούμε παραγωγούς για το πόνημα μας εκείνο)

Η κόρη λοιπόν, αχ! η κόρη, ήταν αυτό που θα λέγαμε κελεπούρι, ήταν τόσο κελεπούρι που είναι η μοναδική στην ασπρόμαυρη ταινία μας με χρώμα. Τα αγόρια έκαναν ουρά για να βγουν ένα ραντεβού αλλά σε αυτήν δεν πολυάρεσαν, τους θεωρούσε όλους κουτούς. Παρόλα αυτά μόνο και μόνο για να εκνευρίζει την νευρασθενικιά μητέρα της τους γλυκοκοιτούσε όλους. Άφηνε δήθεν τυχαία ξεκούμπωτο το τελευταίο κουμπί της μπλούζας και μέχρι και ο πάτερ ορκίζονταν αυτόπτες μάρτυρες έριχνε κρυφές ματιές στο μπούστο της [ΘΑ ΚΑΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΑΠΙΣΤΗ (κραυγή πόνου)] Η μητέρα δεν επέτρεπε τη μουσική στο σπίτι εκτός από κλασσική σε σπάνιες περιπτώσεις ευθυμίας, γι’αυτό και η κόρη έταξε φιλί στο σπυριάρικο γειτονόπουλο με αντάλλαγμα ένα βινύλιο των AC/DC. Έπειτα ισχυριζόταν ότι το χαστούκι που έφαγε εκείνη την μέρα από την μητέρα άξιζε και με το παραπάνω [ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ AC/DC ΣΤΗΝ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΗΛΙΘΙΑ] Σκάστε και μην με διακόπτετε (συγνώμη παιδιά). Άλλη μια φορά η μητέρα την έπιασε να καπνίζει στην πίσω αυλή, δεν ήταν και δύσκολο, η κόρη πετούσε επίτηδες τις γόπες στη γλάστρα «πότε θα μεγαλώσεις; Πότε θα συμμορφωθείς; Ούτε να ράβεις ξέρεις ούτε να μαγειρεύεις, κανένας δεν θα σε πάρει, εδώ θα σε έχω μέχρι να με πεθάνεις άχρηστη. Ο θεός βλέπει τι τραβάω από σένα και με λυπάται» και όσο η μητέρα φώναζε τόσο η άλλη το απολάμβανε. Πώς είπατε; Α ναι, μίσος! Ο πατέρας πέθαινε για την κόρη, ήταν το καλύτερο πράγμα που του είχε τύχει και η κόρη τον λάτρευε, πίστευε ότι η μητέρα της φταίει για την συμπεριφορά του. Ναι ναι τελειώνουμε, μην ανησυχείτε. Μια μέρα λοιπόν ο πατέρας αγόρασε στην κόρη ένα σκύλο πολύ χαριτωμένο. Πρώτη φορά η κόρη ήταν υπεύθυνη για κάτι και θα το ομολογήσουμε ότι τα πήγαινε εξαιρετικά καλά. Μάλιστα είχε σταματήσει να προκαλεί και την μητέρα της με οποιονδήποτε τρόπο, μέχρι και στην εκκλησία πήγαινε αν και δεν είχε βρει ποτέ τον Θεό εκεί μέσα. ο πατέρας καμάρωνε «ορίστε»,είπε στη μητέρα, «στο είπα ότι δεν είναι κακό παιδί, απλά θέλει τον τρόπο της». Δεν την θέλω να προσέχει σκύλους, να νοικοκυρευτεί τη θέλω και με αυτό το μούλικο στα πόδια μας δεν θα το κάνει ποτέ, σκεφτόταν η μητέρα. Μια μέρα λοιπόν άφησε το σκύλο ελεύθερο και άμαθος όπως ήταν έπεσε στο πρώτο αυτοκίνητο που βρήκε. «Μην κλαις» είπε η μητέρα, «χαϊβάνι ήταν δεν καταλάβαινε, ντύσου να πάμε εκκλησία και αν δω κουμπί ξεκούμπωτο, ορκίζομαι να σε σκοτώσω όταν φτάσουμε σπίτι.»
Και κάπως έτσι κήρυξε πόλεμο και με τη μητέρα και με το θεό ενώ ο πατέρας…α θα ασχοληθούμε είπαμε άλλη φορά με αυτόν. Ε;Ναι ναι τέλος.

Τέλος.

Η ταινία πάτωσε στα ταμεία ενώ η γραφούσα κατηγορήθηκε για αθεϊσμό, σεξισμό,απλοϊσμό και μια σειρά άλλους –ισμούς ενώ γνωστό σάιτ έγραψε «Την επόμενη φορά που θα την τρώνε τα δάχτυλα και θα θέλει να γράψει κάτι, ας γράψει τον επικήδειο της»
Πολλοί ισχυρίζονται πως τον γράφει και ότι θα γίνει best seller

Βράδια

Τρέλα, το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ
Πρωί: Ξύπνα. Πήγαινε στο κρεβάτι, πήγαινε για ύπνο
Αυτό είναι τρέλα. Σωστά;*

a woman under the influence

Ένα βράδυ που καταλάβαμε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί, μαζευτήκαμε στη λίμνη με μπύρες και διαβάζαμε τα αγαπημένα μας αποσπάσματα.Γιατί ο κόσμος ήταν έτοιμος να καταστραφεί

Ένα βράδυ που μαντέψαμε ότι δύο ήλιοι θα ανέτειλαν, καθόμασταν σε ένα παγκάκι συγχρονίζοντας τα ρολόγια μας και προσπαθώντας να καταλάβουμε σε ποιανού το όνειρο τρυπώσαμε λαθραία. Γιατί δύο ήλιοι ήταν έτοιμοι να ανατείλουν

Ένα βράδυ που όλα άρχισαν να τρελαίνονται,πυροβολήσαμε τις τηλεοράσεις μας και ελευθερώσαμε όλους τους καταπιεσμένους κινηματογραφικούς ήρωες και τους αφήσαμε να ζήσουν ελεύθεροι. Γιατί όλοι είχαν αρχίσει να τρελαίνονται

Ένα βράδυ που είδαμε την κοινωνία να γίνεται σκληρή, της γράψαμε ένα χλευαστικό τραγούδι και το παίζαμε ξανά και ξανά μέχρι που άρχισε μόνη της να κλαίει. Γιατί έτσι νιώθαμε ότι έπρεπε

Ένα βράδυ που το τέλος δεν ήταν καλό, ξαναγράψαμε τις ταινίες με happy end και πουλήσαμε το πιο μεγάλο μας χαμόγελο μπροστά στην κάμερα. Γιατί έζησαν αυτοί καλά και μαζί καλύτερα

Ένα βράδυ που ο πλανήτης αυτός δε μας χωρούσε, κάναμε ωτοστόπ και πήγαμε σε άλλον και οι σελίδες ήταν πουλιά, ο ήλιος μας χτυπούσε στο πρόσωπο και η θάλασσα μας έβρεχε τα πόδια. Γιατί ο πλανήτης αυτός μας κούρασε

Ένα τέτοιο βράδυ κοιμήθηκα ήρεμα και ωραία, γιατί μέχρι και εγώ πίστεψα αυτό που έγραψα

Η φωτογραφία και το κείμενο στην αρχή από την ταινία «A woman under the influence» (Μια γυναίκα εξομολογείται) του 1974 σε σκηνοθεσία John Cassavetes με πρωταγωνιστές την οδυνηρά συγκλονιστική Gena Rowlands και τον Peter Falk. 

Να μου συγχωρεθεί το γλυκανάλατο κείμενο αλλά αν δεις αυτήν την ταινία, κάτι πρέπει να σκεφτείς για να μη σε πάρει από κάτω.

Εις το επανιδείν

 

Κενές νύχτες

immortality

Ο ονειροπόλος μάταια σκαλίζει τα παλιά του όνειρα, όπως τη στάχτη, γυρεύοντας έστω κάποια μικρή σπίθα, να τη φυσήξει, να ζεστάνει την κρύα του καρδιά με φλόγα ανανέωσης και ν’αναστήσει μέσα της απ’την αρχή όλα αυτά που πρώτα ήταν τόσο αγαπητά, που συγκινούν την ψυχή, που έκαναν το αίμα να βράζει,τα μάτια να δακρύζουν, κι εξαπατούσαν με τόση μεγαλοπρέπεια.[…]Τι αναμνήσεις! Θυμάμαι, για παράδειγμα,ότι,να,εδώ,ακριβώς ένα χρόνο πριν,ακριβώς την ίδια ώρα,στο ίδιο πεζοδρόμιο,τριγύριζα άσκοπα,μόνος και κακοδιάθετος,όπως τώρα!Θυμάμαι επίσης ότι και τότε τα όνειρα ήταν θλιμμένα, και μόλο που και πρώτα δεν ήταν καλύτερα, αισθανόμουν ωστόσο τη ζωή σαν να ήταν πιο εύκολη,πιο ήρεμη,αισθανόμουν ότι δεν υπήρχε αυτή η μαύρη σκέψη, η οποία κόλλησε τώρα μέσα μου, δεν υπήρχαν αυτές οι τύψεις στη συνείδηση μου, τύψεις βαριές,ζοφερές, που δε μ’αφήνουν τώρα να βρω ησυχία ούτε μέρα ούτε νύχτα.Αναρωτιέσαι ύστερα: Πού είναι τα όνειρα σου; Κουνάς το κεφάλι και λες: Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια!Και πάλι αναρωτιέσαι: Τί έκανες με τα χρόνια σου; Πού έθαψες τον πιο καλό σου καιρό; Έζησες ή δεν έζησες; Κοίταξε, λες στον εαυτό σου, κοίταξε πόσο κρύος γίνεται ο κόσμος. Τα χρόνια θα διαβαίνουν , θα έρθει η σκληρή μοναξιά, θα έρθουν, τρέμοντας και με μπαστούνι, τα γηρατειά, κι ύστερα με τη σειρά τους η άνοια κι η κατάθλιψη.Ο φανταστικός σου κόσμος θα χλωμιάσει, τα όνειρα σου θα σβήσουν, θα μαραζώσουν και,σαν τα κίτρινα φύλλα, θα πέσουν κάτω απ’τα δέντρα… Ω Νάστενκα!Είναι θλιβερό να μένεις μόνος, τελείως μόνος, και να μην έχεις ακόμα και τι να λυπηθείς -τίποτε, απολύτως τίποτε… Γιατί όλα αυτά που έχασες ήταν όλα ένα τίποτε, ήταν ένα ανόητο, στρογγυλό μηδενικό, ένα όνειρο και τίποτε άλλο!

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι-Λευκές Νύχτες. Εκδόσεις Πατάκη

«Ας διαβάσω κάτι μικρό», έτσι ξεκίνησε το όλο πράγμα. Υπερβολικό ή όχι, ακόμη παλεύω να ξεπεράσω αυτό το ανάγνωσμα. Από τα πρώτα έργα του συγγραφέα, γράφτηκε το 1848. Προτείνεται για φιλοσοφία και αυτοκριτική, αν και ελπίζω/ουμε να μη βγει προφητικός. Καλού-κακού ας υπάρχει μια μαύρη κωμωδία στην άκρη, για να σας επαναφέρει σε μια πιο εύθυμη κατάσταση.

Εις το επανειδείν

Η φωτογραφία από την ταινία «In A Lonely Place» του 1950 σε σκηνοθεσία Nicholas Ray με τους Humphrey Bogart και Gloria Grahame. Απλά ταινία και βιβλίο μου φάνηκε ότι είχαν κάτι κοινό και γι’ αυτό έγινε το μοντάζ

Επίλογος

 

the-lost-weekend

Θα περπατήσεις παρέα με ένα τραγούδι (γιατί εν τέλει τι άλλο σου έχει μείνει;)

Θα πείτε μαζί ένα ποτό σε ένα βρώμικο μπαρ κάπου σε ένα στενό

Ο μπάρμαν ένας ψηλός τύπος με ταττού και αλογοουρά θα σου δώσει το ποτό και θα φτύσει μια κατάρα που ανορεξικοί τύποι σαν εσένα «φιλοξενούνται» στο μαγαζί του

Η χοντρή σιλουέτα του Τσαρλς Μπουκόφσκι θα εμφανιστεί κάπου ανάμεσα στους καπνούς, η βαριά παλάμη του θα σε χτυπήσει στην πλάτη και θα αρχίσεις να μιλάς για τη ζωή που θα ‘θελες να έχεις και αυτός για παλιές και νέες γκόμενες

Η αγάπη σου μοιάζει με μια ξεθωριασμένη εικόνα σε ένα σκονισμένο συρτάρι, που και που στον ύπνο σου ψιθυρίζεις το όνομα της

Θα αρχίσεις να αναρωτιέσαι ποιος άλλος ακούει το τραγούδι που ακούς και τι σκέψεις έκανε αλλά τέτοιες απορίες δεν απαντιούνται ποτέ και το ξέρεις

Θα κρύψεις σε φιλοσοφίες τις απόψεις που φοβάσαι να εκφράσεις και κάπου εκεί θα καταλάβεις πως τίποτα απ’όσα κάνεις δεν σε ευχαριστεί πραγματικά

Ίσως συναντήσεις το σωσία σου, έναν αντικειμενικά τέλειο και αξιολάτρευτο τύπο

-Ελπίζω κάποια στιγμή να εξαφανιστώ σαν να μην υπήρξα ποτέ
– έτσι και αλλιώς δεν υπήρξες ποτέ

(Το σώμα εξαφανίζεται, τα ρούχα πέφτουν άψυχα στο πάτωμα,ένας τύπος τα πετάει στα σκουπίδια και ο μπάρμαν πλένει το ποτήρι…Ένα ηχηρό και πικρό γέλιο ακούγεται. Όλα είναι σαν να μην συνέβη τίποτα)

Η φωτογραφία από την ταινία «The lost weekend» του 1945 σε σκηνοθεσία Billy Wilder με πρωταγωνιστή τον Ray Milland

Έλλειψη ανθρωπισμού

olvidados-1950-08-g

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι αυτό που κατακλυζόμαστε από εκπομπές μαγειρικής ενώ άλλοι ψάχνουν στα σκουπίδια για να φάνε

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι που ο κυρ Γιάννης εδώ από κάτω κάθε πρωί ζητιανεύει για ένα τσιγάρο και συνήθως κανείς δεν του δίνει

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι που προσπαθούν να μας πείσουν ότι κάποιοι γεννηθήκαμε πλούσιοι και κάποιοι φτωχοί και τίποτα δε μπορεί να το αλλάξει αυτό

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι που όταν βγαίνουμε έξω και περνάμε καλά δίνουμε και ένα 50λεπτο σε αυτόν τον καημένο τον φτωχό παππούλι που δε μπορεί και αυτός να διασκεδάσει όπως εμείς

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι οι σκύλοι που βλέπεις αδέσποτοι επειδή ναι μεν είναι και λίγο μόδα να έχεις ένα κουτάβι αλλά όταν μεγαλώσει «πιάνει πολύ χώρο» και τι να το κάνεις

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι οι άστεγοι που δεν τους αφήνουν να μπαίνουν στα αστικά γιατί βρωμάνε και έχουν αρρώστιες και δε θέλουμε να κολλήσουμε και τίποτα, άσε που μερικές φορές σου χαλάνε και την αισθητική

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι που εξακολουθείς ακόμη και τώρα να ψηφίζεις Χ.Α γιατί στο κάτω-κάτω εσένα δεν σε πείραξαν ποτέ και τι σε νοιάζει τι κάνουν αλλού.Και μπράβο τους κιόλας που μοιράζουν τρόφιμα στον κόσμο

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι που συμπονάς τους μετανάστες που ήρθαν για ένα καλύτερο μέλλον αλλά φωνάζεις να τους διώξουν γιατί μας παίρνουν τις δουλειές και γιατί τόσες άλλες χώρες υπάρχουν να πάνε να μείνουν στην δικιά μας έπρεπε να έρθουν;!

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι τα like που κάνεις σε ομάδες για να σωθεί το περιβάλλον και τα υπό εξαφάνιση είδη και νιώθεις περήφανος που και σήμερα έκανες το καθήκον σου χωρίς να χρειαστεί να βγεις από το σπίτι σου

Έλλειψη ανθρωπισμού είναι που παιδιά δεν μπορούν να πάνε σχολείο ενώ εγώ και εσύ μπορέσαμε,

άδικο δεν είναι;

(Για να μην υπάρξουν τυχόν παρεξηγήσεις δεν θέλω να το «παίξω» αυθεντία γράφοντας το παραπάνω κείμενο, αυτοκριτική κάνω )

Η φωτογραφία από την ταινία «Ξεχασμένοι από την κοινωνία» (Los olvidados) του 1950 σε σκηνοθεσία του Luis Bunuel 

Το ρομάντσο της πεντάρας

Αναρωτιέμαι συχνά: μα που είναι λοιπόν οι φτωχοί;
Και η απάντηση: Παντού.
Κρύβονται θα έλεγε κανείς , πίσω απ’το ίδιο το πλήθος τους. Υπάρχουν απέραντες πρωτεύουσες που κατοικούνται αποκλειστικά και μόνο από ένα εξαθλιωμένο πλήθος , μα οι «άθλιοι» αυτοί κρύβονται κυριολεκτικά πίσω από αυτό το πλήθος. Δε μπορεί να τους δει κανένας εκεί όπου όλα είναι όμορφα. Αποφεύγουν τους ωραίους δρόμους.[…]

Παράξενη υπόθεση μα την αλήθεια η ζητιανιά. Κι εγώ ο ίδιος δυσκολευόμουν να το πιστέψω στην αρχή. Μα κατάλαβα γρήγορα πως ο ίδιος ο φόβος που σπρώχνει τους ανθρώπους να ζητήσουν, ο ίδιος τους κάνει και να δώσουν . Για να πούμε την αλήθεια, παίζει το ρόλο της και η συμπόνια, μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο να βγάζεις το ψωμί σου με τη συμπόνια παρά δίχως αυτήν. Κατάλαβα, ακόμα, γιατί οι άνθρωποι δεν εξετάζουν κατά πόσο είναι αληθινές οι αναπηρίες των ζητιάνων προτού τους δώσουν ελεημοσύνη. Να, επειδή είναι βέβαιο κιόλας ότι τα χτυπήματα που έχουν καταφέρει οι ίδιοι δε μπορεί παρά να έχουν προξενήσει τραύματα! Η ευτυχία, η επικράτηση των μεν δε μπορεί παρά να ‘χει επακόλουθο την αποτυχία, την καταστροφή των δε. Μήπως τάχα ο αγώνας που κάνουν οι μεν για την οικογένεια τους δε σπρώχνει τους άλλους στο δρόμο της ζητιανιάς; Ο ίδιος τρόπος της ζωής τους δείχνει πόσο είναι βέβαιο από πριν ότι σπέρνουν το πέρασμα τους με δυστυχία και θάνατο. Γιατί λοιπόν να μπουν στον κόπο να εξετάσουν; Για τις λίγες δεκάρες που θα τύχει πού και πού να δώσουν;

Απόσπασμα από «Το ρομάντσο της πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρέχτ (Εκδόσεις Παρασκήνιο), ότι πιο επίκαιρο και αφυπνηστικό διάβασα πρόσφατα

Αφορμές

«I’ll find you in the morning sun, and when the night is new»

Καθυστερημένο κείμενο, όπως άλλωστε όλα μου,

mother

Κάπου εκεί έξω η Virginia Woolf θα κρατάει ένα τσιγάρο στο χέρι και θα γράφει μυθιστορήματα που θα διαβάζουμε με αναμμένο το τζάκι ένα κρύο χειμώνα

Κάπου εκεί έξω τα τέρατα θα γίνονται κινούμενα σχέδια που θα ενσαρκώνουν τις αρετές που καθένας μας θα ήθελε για τον εαυτό του

Κάπου εκεί έξω η Bacall και ο Bogard θα ετοιμάζουν την Πέμπτη ταινία τους που θα παιχτεί στις αίθουσες τον Απρίλιο

Κάπου εκεί έξω θα ετοιμάζεται ένας δίσκος που θα αλλάξει και πάλι την πορεία της μουσικής και θα εξακολουθεί να παίζεται στα πειρατικά ραδιόφωνα σε 100 χρόνια από τώρα

Κάπου εκεί έξω ένα άστεγο κουτάβι θα αποκτά όνομα και νέα οικογένεια  

Κάπου εκεί έξω ο Mel Brooks θα πείθει τον Gene Wilder να μας χαρίσουν ακόμη μία αξεπέραστη κωμωδία

Κάπου εκεί έξω κάποιος θα κρύβει τα ποιήματα του που μετά θάνατον θα τον καθιερώσουν ως σπουδαίο ποιητή

Κάπου εκεί έξω η  Ωραία της Ημέρας θα μπαίνει με τα σκούρα γυαλιά σε έναν οίκο ανοχής για να βρει όσα δε μπόρεσαν να της δώσουν

Κάπου εκεί έξω ο Heath Ledger θα ντύνεται για άλλη μία φορά Joker και θα δίνει την ερμηνεία της καριέρας του

Κάπου εκεί έξω είναι άνοιξη, ο χρόνος μετράει προς τα πίσω, η οροφή του μπαρ είναι ανοιχτή, τα φώτα σβήνουν και κάτω από το φως του φεγγαριού αρχίζει να τραγουδάει η Billie Holiday

Κάπου εκεί έξω κάτι πεθαίνει και κάτι γεννιέται, πάντα έτσι γίνεται

Η φωτογραφία από την ταινία «Μητέρα» (Modeo) του 2009 σε σκηνοθεσία Joon-ho Bong

Ανείπωτα άηχα ακούσματα

«Φτάσε. Νιώσε το. Ήθελα να σου μάθω τα πάντα, ότι υπάρχει και δεν υπάρχει σε αυτή τη γη.Ό,τι μας ανήκει για τόσο λίγο και τι είμαστε εμείς πάνω σε αυτή.Το φως που φέρνουμε και αφήνουμε πίσω με τις λέξεις.Μπορείς να δεις 5.000 χρόνια πίσω με το φως των λέξεων.Όλα όσα αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε, ξέρουμε και μοιραζόμαστε με λέξεις, έτσι ώστε μία ψυχή να μη ζει στο σκοτάδι ή να χάνεται ολοκληρωτικά με το θάνατο. Αλλά εγώ ξέρω. Ξέρω μία λέξη με την οποία μπορώ να βάλω ολόκληρο τον κόσμο στα χέρια σου και οτιδήποτε και αν στοιχίσει σε εμένα δε θα πάρω λιγότερα»*

1222
Η ανωνυμία μου θα με σώσει από τη ντροπή, το ποίημα που σκεπάζει τη νύχτα τα βράδια θα χαθεί με τον καιρό, δε μπορώ να απαγγείλω με πάθος ούτε την πρώτη στροφή

Τα γέλια που ακούς ή δεν ακούς και απλά φαντάζεσαι ότι υπάρχουν πηδάνε σαν λιοντάρια σε τσίρκο μέσα στα δαχτυλίδια του καπνού που όλο και κάτι συμβολίζουν σε αυτό το ακατανόητο κείμενο

Κάποιοι κάπου ακούν τις μπλεγμένες σκέψεις που έχεις μέσα στο κεφάλι σου, ποτέ δεν έδωσες δεκάρα για το τι σημαίνει κατανόηση και όλες αυτές οι ηθικές βλακείες

Ένας γέρος απειλεί να πεθάνει, φτύνει και καταριέται θεούς και δαίμονες, αρχίζει να βρέχει και κάνει κρύο, σκεπάζεται με ένα χαρτόκουτο, αύριο θα έχεις ξεχάσει, αυτός όχι

Το μαύρο κουτί θα μας ξεβράσει με βοή κάποια μέρα πιο ξεθωριασμένους, άχρωμους,λιγότερο τέλειους

Θα πνιγούμε φωνάζεις άηχα στις 3 τελίτσες που υπονοούν λέξεις που κανείς ποτέ δε λέει

Τα μαλλιά σου γλύφουν τις φλόγιες της δικιάς μας κόλασης, εκεί που οι θρύλοι της ροκ γρατσουνάνε τις κιθάρες τους και οι συγγραφείς τις πονεμένες πένες τους λίγο πριν αυτοκαταστραφούν ξανά

Η αιώνια πάλη με το πάλι, δεν ακούς δε βλέπεις δε μιλάς, ξέρεις πως είναι τα πρόσωπα των ανθρώπων όταν χαίρονται, ξέρεις να θυμώνεις και να παλεύεις, ψιλαφίζεις προσεκτικά την ρυτίδα ανησυχίας στο μέτωπο,βυθίζεις τα χέρια σου στο τρίχωμα του σκύλου και ξέρεις όσα δε ξέρουμε

Άνθρωποι προσπαθούν να σε πείσουν ότι το θέατρο του παραλόγου που παρακολουθείς είναι ένα υπερθέαμα, αν και βαθιά σου ξέρεις ότι το σενάριο μπάζει από παντού

Η παρωδία θα τελειώσει όταν μια μισότυφλη δασκάλα και μια τυφλή μαθήτρια σου μάθουν να διαβάζεις με τα χέρια και να ακούς με την καρδιά. Ίσως ολα τότε γίνουν διαφορετικά.Ίσως και όχι.Τουλάχιστον θα έχεις μάθει να «βλέπεις»

«-Έχεις κάτι τελευταίο να πεις;
-Άμπρα Κατάμπρα!»**

*Τα λόγια στην αρχή και η φωτογραφία από την ταινία The Miracle Worker (Το θαύμα της Ανν Σάλιβαν) του 1962 σε σκηνοθεσία Arthur Penn με πρωταγωνίστριες τις εξαιρετικές Anne Bancroft και Patty Duke, αποκλειστικά υπαίτιες για αυτή τη μπερδεμένη επιστροφή

** ατάκα από την ταινία The Prestige (2006) σε σκηνοθεσία Christopher Nolan

Μοντάζ

bourgeoisie

«Από όλα όσα τους φτιάξαμε για να παρηγοριούνται,το ξημέρωμα είναι το πιο πετυχημένο.Όταν διαλύεται το σκοτάδι στον αέρα σαν ψιλή,απαλή καπνιά και αναδύεται αργά το φως από τη μεριά της ανατολής, όλοι οι άνθρωποι με εξαίρεση τους πολύ δυστυχισμένους, ανασυγκροτούνται.Αυτή η μικρή καθημερινή αναγέννηση είναι ένα θαύμα που απολαμβάνουμε εμείς οι αθάνατοι, συχνά μάλιστα μαζευόμαστε στις επάλξεις των νεφών και παρακολουθούμε τους μικρούς μας πως κινητοποιούνται για να υποδεχτούν την καινούρια μέρα.Τι σιωπή πέφτει τότε ανάμεσα μας,εκείνη η θλιμμένη σιωπή του φθόνου.Πολλοί απ’αυτούς κοιμούνται,φυσικά, αδιαφορώντας για το χαριτωμένο πρωινό τρικ της εξαδέλφης μας, της Ηούς, υπάρχουν, όμως, πάντοτε οι άυπνοι, οι άρρωστοι που ξαγρυπνούν, οι ερωτευμένοι που στριφογυρνάνε στις μοναχικές τους κλίνες, ή εκείνοι που απλώς σηκώνονται νωρίς, οι πολυάσχολοι, με τις βιαστικές επικύψεις, τα κρύα ντους, τα ωραία φλιτζανάκια με τη μαύρη αμβροσία.Ναι, όσοι αντικρίζουν το ξημέρωμα, το υποδέχονται με χαρά λίγο πολύ, εκτός φυσικά από τον καταδικασμένο, για τον οποίο το πρώτο φως της ημέρας θα είναι και το τελευταίο πάνω στη γη.»

Τζων Μπάνβιλ- Άπειροι Κόσμοι, Εκδόσεις Καστανιώτη

Η φωτογραφία από την ταινία «Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας»  σε σκηνοθεσία του Luis Bunuel

αυθόρμητα

Film_549w_LastPicture_original

Αποφάσισα να κατέβω από το ροζ συννεφάκι μου, αυτό του αυριανού φοιτητή που θα σπουδάσει κάτι που το γουστάρει απίστευτα, θα μένει στο δικό του σπιτάκι με μια μεγάλη βιβλιοθήκη, θα ακούει ροκ μουσική μέχρι να τον πονέσουν τα αυτιά και θα βλέπει μανιωδώς ταινίες του 30’ του 40’ του 50′

Θα θελα να ακούγαμε kill the cat μέρα νύχτα και να γελούσαμε με τα ξινισμένα μούτρα της πραγματικότητας,να διαφωνούσαμε για το καλύτερο κινούμενο σχέδιο όλων των εποχών, θα θελα να ξυπνούσαμε το χάραμα και ο κόσμος να έβγαινε στους δρόμους με τις πιτζάμες και τις παντόφλες, οι γιαγιάδες με τις μαντίλες στα κεφάλια, όλοι μαζί, θα θελα οι μπούρδες που γράφω τώρα να ήταν κάτι παραπάνω, θα θελα να είχα κάτι παραπάνω τώρα, θα θελα όλα να αποκτούσαν την γοητεία του ασπρόμαυρου,να μην χωρούσαν τα όνειρα μας πουθενά,να σου έδειχνα πως κάνουν τα κουτάβια μου όταν μαλώνουν και να σου φτιαχνόταν η μέρα, θα θελα να είχαμε όλοι τις 18χρονες έγνοιες, θα θελα να είχα κάτι ελπιδοφόρο να απαντήσω στην άλλη φωνή του σταθερού, θα θελα να ήμασταν ταινία με χάπι εντ, δίσκος με μεγαλόπρεπο κλείσιμο, παράσταση με χειροκρότημα, θα θελα η δικαιολογημένη γκρίνια να γινόταν δικαιολογημένη χαρά, θα θελα να μην ήμασταν εγωιστές,θα θελα να μην μας τρόμαζαν οι σκιές, θα θελα τα σχολεία να γέμιζαν φωτογραφίες ποιητών στους τοίχους, η απεργία των δασκάλων να πιάσει τόπο, οι καθηγητές να ήταν σαν αυτούς που εγώ αγάπησα, τα λινκάκια και οι φωτογραφίες να βρίσκανε αντίκρυσμα,να μην γυρνούσαμε στα ίδια, ο κόσμος να ξαναφτιαχνόταν και εγώ να το βούλωνα επιτέλους,θα θελα όλα αυτά να μην ήταν ουτοπικά,να θέλαμε τα ίδια και να τα διεκδικούσαμε

θα θελα γαμώ το κάτι άλλο, θα θελα να στέλναμε φιλιά στο χάος

Η φωτογραφία από την ταινία «Η τελευταία παράσταση» (The last picture show) του 1971 σε σκηνοθεσία Peter Bogdanovich και πρωταγωνιστές τους Jeff Bridges,Timothy Bottoms και Cybill Shepherd